- σύμβλητον
- συμβάλλωthrow togetheraor ind act 2nd dual (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συμβλητόν — συμβλητός comparable masc acc sg συμβλητός comparable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυμβλητόν — συμβλητόν , συμβλητός comparable masc acc sg συμβλητόν , συμβλητός comparable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμβλητός — ή, ό / συμβλητός, ή, όν, ΝΑ [συμβάλλω] αυτός που αποτελείται από πολλά συμβλήματα, από πολλά κομμάτια, όπως λ.χ. ο ιστός ή το πηδάλιο τού πλοίου αρχ. 1. αυτός που μπορεί να παραβληθεί, να συγκριθεί με κάποιον άλλο (α. «πᾱν ἀγαθὸν πρὸς πᾱν… … Dictionary of Greek